αυτοκατάλυση

αυτοκατάλυση
[-ις (-εως)] η
1) самоупразднение; самоликвидация; 2) хим. самокатализ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αυτοκατάλυση" в других словарях:

  • αυτοκατάλυση — Η ιδιότητα που έχουν ορισμένοι οργανισμοί ή κάποια κύτταρα ή τα κυτταρικά τους συστατικά να καταλύουν τα ίδια την παραγωγή ορισμένων βιολογικών τους ουσιών, έτσι ώστε να παρασκευάζεται περισσότερη από αυτή την ουσία. Όσο μεγαλύτερη ποσότητα… …   Dictionary of Greek

  • Autokatalyse — (gr. αυτοκατάλυση, aftokatálissi: „die Selbstauflösung“) bezeichnet eine besondere Form der katalytischen chemischen Reaktion, bei der ein Endprodukt als Katalysator für die Reaktion wirkt. Durch die fortlaufende Bildung dieses Katalysators wird… …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»